νάρκισσον

νάρκισσον
νάρκισσον, τὸ (Μ)
το φυτό νάρκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νάρκισσος, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νάρκισσον — Νάρκισσος narcissus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάρκισσον — νάρκισσος narcissus fem acc sg νάρκισσος narcissus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”